λουσαρίζω

λουσαρίζω
λουσαρίζω και λουσάρω (λ. ιταλ.), λουσάρισα, λουσαρίστηκα, λουσαρισμένος, καλλωπίζω, ντύνω κάποιον με πολυτέλεια: Λουσαρίστηκε πριν πάει στο ραντεβού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λουσαρίζω — βλ. λουσάρω …   Dictionary of Greek

  • λουσάρισμα — το [λουσαρίζω] καλλωπισμός …   Dictionary of Greek

  • λουσάρω — και λουσαρίζω [λούσο] ντύνω κάποιον πολυτελώς, καλλωπίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”